σπερμοκαλλιέργεια

σπερμοκαλλιέργεια
η, Ν
βιολ. μικροβιακή καλλιέργεια σπερματικού υγρού για τεχνητή γονιμοποίηση που έχει ως σκοπό την ανίχνευση σ' αυτό ορισμένων βακτηρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα + καλλιέργεια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”